- ινάχειος
- ἰνάχειος, -εία, -ον (Α) [ίναχος]αυτός που κατάγεται από τον Ίναχο ή έχει σχέση με αυτόν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ἰνάχειος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰνάχειον — Ἰνάχειος masc acc sg Ἰνάχειος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰναχείης — Ἰνάχειος fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰνάχεια — Ἰνάχειος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰνάχειοι — Ἰνάχειος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰναχείας — Ἰναχείᾱς , Ἰνάχειος fem acc pl Ἰναχείᾱς , Ἰνάχειος fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰναχείαν — Ἰναχείᾱν , Ἰνάχειος fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)